πινακίδιο

πινακίδιο
το / πινακίδιον, ΝΜΑ [πινακίς, -ίδος]
νεοελλ.
1. μικρό πινάκιο από χαρτόνι ή χαρτί στο οποίο σημειώνεται κάτι
2. τριπλότυπη κατάσταση, στην οποία αναγράφονται οι εντολές αγοραπωλησίας χρεωγράφων από χρηματιστές
μσν.-αρχ.
μικρή πινακίδα για γραφή, δελτάριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κύρβεις — Ξύλινοι πίνακες πάνω στους οποίους ήταν γραμμένοι οι νόμοι του Σόλωνα. Ήταν συνολικά τέσσερις, καθένας από τους οποίους στηριζόταν σε κεντρικό άξονα σχηματίζοντας παραλληλόγραμμο. Έτσι, όποιος ήθελε, διάβαζε τους νόμους, γυρίζοντας απλώς τον… …   Dictionary of Greek

  • κύρβη — κύρβη, ἡ (AM, Α και κύρβος, τὸ) πινακίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Βλ. και κύρβεις] …   Dictionary of Greek

  • μπορντερό — το πινακίδιο χρηματιστηριακών πράξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bordereau < bord (βλ. λ. μπορ)] …   Dictionary of Greek

  • πυκτίον — τὸ, Α [πυκτή] 1. πινακίδιο 2. βιβλίο …   Dictionary of Greek

  • Κάσσιος — Επώνυμο ρωμαϊκής οικογένειας, που αρχικά ανήκε στους πατρικίους και, αργότερα, στην τάξη των πληβείων. 1. Σπόριος Βικελίνος (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Διετέλεσε τρεις φορές ύπατος και ήταν συντάκτης του πρώτου αγροτικού νόμου. Στην πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • Μπράιγ, Λουί — (Luis Braille, Κουβρέ 1809 – Παρίσι 1852). Γάλλος εφευρέτης του αλφάβητου για τους τυφλούς, που φέρει το όνομά του. Έχασε την όρασή του από ατύχημα και εκπαιδεύτηκε στο Ίδρυμα των Τυφλών στο Παρίσι, όπου σπούδασε μουσική και έγινε επιδέξιος… …   Dictionary of Greek

  • όστρακο — το 1. σκληρό στερεό περίβλημα διάφορων ασπόνδυλων ζώων (χελώνας, αστακού, κοχυλιών κτλ.). 2. η βιομηχανική ύλη που κατασκευάζεται από όστρακα ή και χημικώς, αλλ. ταρταρούγα. 3. κομμάτι από κεραμίδι ή αγγείο πήλινο. 4. πινακίδιο από κεραμίδι όπου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”